- διαμετακομιστικές
- η , ό[ν] транзитный;
§ διαμετακομιστικέςό εμπόριο — накопление транзитных товаров
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ διαμετακομιστικέςό εμπόριο — накопление транзитных товаров
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.